
Η δεκαετία του 1950 αποτελεί μια περίοδο κατά την οποία καταγράφηκαν σε έντονο βαθμό αθρόες μεταναστευτικές ροές από την Ελλάδα σε χώρες της Ευρώπης, αλλά και στις ηπείρους της Αμερικής και της Ωκεανίας. Ειδικότερα, η αναζήτηση ενός καλύτερου «αύριο» αποτέλεσε μονόδρομο για πολλούς Έλληνες, ως απότοκο της κοινωνικοπολιτικής αλλά και οικονομικής κατάστασης στη χώρα μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Από τις χώρες στις οποίες μετανάστευαν οι Έλληνες, ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η περίπτωση της Αυστραλίας, στην οποία εκείνη την εποχή καταγραφόταν έλλειψη ανειδίκευτου εργατικού δυναμικού και που ως κράτος επιθυμούσε την εισροή μεταναστών με σκοπό την απασχόλησή τους. H συγκεκριμένη ανάγκη της Αυστραλίας, καθώς και άλλων χωρών, όπως οι ΗΠΑ και ο Καναδάς, συνέβαλε στην ίδρυση ενός φορέα ο οποίος θα δημιουργούσε ένα οργανωμένο πλαίσιο για μετανάστευση μεταξύ κρατών. Ο φορέας αυτός, τελικά, έλαβε σάρκα και οστά τον Δεκέμβριο του 1951, με την ίδρυση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για τη Μετανάστευση στην Ευρώπη (ΔΕΜΕ). Η ΔΕΜΕ ήταν ένας διακρατικός οργανισμός, προάγγελος του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης (ΔΟΜ), που επιχείρησε να οργανώσει σε διεθνές επίπεδο το ζήτημα της μετανάστευσης, μέσω διάφορων παροχών και διευκολύνσεων για όσους έπαιρναν τον δρόμο της ξενιτιάς από τις πατρίδες τους.
Τον Ιανουάριο του 1952 αρχίζουν επίσημες συνομιλίες της ελληνικής κυβέρνησης με τη ΔΕΜΕ και λίγους μήνες αργότερα υπογράφεται στην Αθήνα η σύμβαση του ελληνικού κράτους με τη σχετική Επιτροπή για τη μετακίνηση υποψήφιων μεταναστών προς τη χώρα της Ωκεανίας. Το πλαίσιο που δημιουργήθηκε μέσω των προγραμμάτων της ΔΕΜΕ ήταν ιδιαίτερα συμφέρον για τους υποψήφιους μετανάστες, τουλάχιστον σε οικονομικό επίπεδο, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό του συνολικού κόστους κάλυπταν η χώρα αποστολής και η χώρα υποδοχής μεταναστών, ενώ ένα μικρό μέρος πληρωνόταν από τους ίδιους.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, για την εξυπηρέτηση των μεταναστευτικών ροών, ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η υπερωκεάνιος ναυτιλία, η οποία και αποδείχθηκε ο κινητήριος μοχλός της διηπειρωτικής μετανάστευσης.
Εντός αυτού του περιβάλλοντος, ο Οίκος Χανδρή, αντιλαμβανόμενος τον μεγάλο αριθμό ανθρώπων που θα αποχαιρετούσαν την πατρίδα και με δεδομένη την ‒τότε‒ απουσία διά θαλάσσης σύνδεσης της Ελλάδας με την Αυστραλία, προχώρησε σε σημαντικές επενδύσεις, προκειμένου να εισχωρήσει και εν τέλει να πρωταγωνιστήσει διεθνώς στον κλάδο της υπερωκεάνιας επιβατηγού ναυτιλίας. Η αγορά του «Πατρίς» το 1959 και η δρομολόγησή του στη γραμμή Ελλάδας-Αυστραλίας αποτέλεσε την πρωτοπόρο κίνηση της Chandris Lines, ωστόσο δεν στάθηκε επαρκής για να ικανοποιήσει κατά μόνας την εκθετικά αυξανόμενη επιβατική κίνηση της υπερωκεάνιας αυτής γραμμής. Ως απότοκο, με την είσοδο στη δεκαετία του 1960, η Chandris Lines ενέταξε στον στόλο της δύο ακόμα υπερωκεάνια, το «Ελληνίς» το 1963 και το «Αυστραλίς» στα τέλη του 1964.
Στο τεύχος της 1ης Ιανουαρίου 1965 των Ναυτικών Χρονικών διαβάζουμε την πρώτη σχετική αναφορά για το νεοαγορασθέν υπερωκεάνιο «Αυστραλίς». Το νέο απόκτημα της Chandris Lines, πριν από την αγορά του, ονομαζόταν «America» και είχε ναυπηγηθεί το 1939. Όπως πληροφορούμαστε από τις σελίδες του περιοδικού, το πλοίο επισκέφθηκε το λιμάνι του Πειραιά, προκειμένου να υποβληθεί σε βελτιωτικές εργασίες και να ξεκινήσει τους πλόες του εντός του 1965. Μάλιστα, τα 4 εκατ. δολάρια που δαπανήθηκαν αποτέλεσαν ποσό-ρεκόρ στην ελληνική αγορά για τη μετασκευή ενός πλοίου. Ταυτόχρονα, το εντυπωσιακό μέγεθος του «Αυστραλίς» οδήγησε τα Ναυτικά Χρονικά να αναφερθούν σε αυτό ως «το μεγαλύτερον ελληνικόν υπερωκεάνιον».
Εξ αφορμής της περάτωσης των σχετικών μετασκευών αλλά και του παρθενικού ταξιδιού του υπερωκεανίου προς την Αυστραλία, στις 21 Αυγούστου 1965, τα Ναυτικά Χρονικά προχώρησαν σε ένα δισέλιδο αφιέρωμα, αποτυπώνοντας τον ενθουσιασμό που επέφερε η δρομολόγηση του «Αυστραλίς».
Σύμφωνα με το άρθρο της 1ης Σεπτεμβρίου 1965, το πλοίο, μετά τη μετασκευή του, είχε αυξήσει τη μεταφορική του ικανότητα κατά 1.000 κλίνες, φτάνοντας τις 2.000, ενώ διέθετε πλέον συστήματα κλιματισμού στο σύνολο των χώρων του, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν οι απότομες αλλαγές κλίματος που θα συναντούσαν οι επιβάτες κατά τη διάρκεια των πλόων του. Οι παραπάνω βελτιωτικές εργασίες, σε συνδυασμό με τις πολυτελείς καμπίνες που διέθετε και την εξαιρετική μέση ταχύτητα των 24 μιλίων την ώρα, τοποθετούσαν το «Αυστραλίς» μεταξύ των κορυφαίων υπερωκεανίων στον κόσμο.
Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται και από τις αναφορές στον Τύπο της Βρετανίας, χώρας η οποία πρωταγωνιστούσε διαχρονικά στον κλάδο της υπερωκεάνιας επιβατηγού ναυτιλίας. Πιο συγκεκριμένα, η έγκυρη εφημερίδα Daily Telegraph, στο φύλλο της 19ης Αυγούστου 1965, αναφέρει χαρακτηριστικά πως η δρομολόγηση του «Αυστραλίς» των 2.000 κλινών στη γραμμή Σαουθάμπτον-Σίδνεϊ δημιούργησε έντονο προβληματισμό στην αγγλική ναυτιλιακή κοινότητα, τα μέλη της οποίας παρατηρούσαν τον ανταγωνισμό να βελτιώνεται με θεαματικό τρόπο.
Το ελληνόκτητο υπερωκεάνιο, από την εκκίνηση κιόλας των δρομολογίων του, κέρδισε την εμπιστοσύνη του επιβατικού κοινού. Το «Αυστραλίς» του Οίκου Χανδρή πρωταγωνίστησε στην εξυπηρέτηση του μεταναστευτικού ρεύματος από την Ελλάδα στην Αυστραλία, ενώ, χάρη στην υψηλή ποιότητα των υπηρεσιών που πρόσφερε, συμμετείχε επίσης σε κρουαζιέρες προς εξωτικούς προορισμούς του Ειρηνικού, όπως τα νησιά Φίτζι.
Για περισσότερα από δέκα χρόνια, το «Αυστραλίς» θα διέσχιζε τους ωκεανούς της Γης με μεγάλη επιτυχία, μεταφέροντας με ασφάλεια και άνεση εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες αλλά και τουρίστες, μέχρι και τον παροπλισμό του, τον Δεκέμβριο του 1977. Στις 16 Νοεμβρίου 1977, το θρυλικό υπερωκεάνιο, εκκινώντας από το λιμάνι του Σαουθάμπτον, θα πραγματοποιούσε το τελευταίο του ταξίδι προς την Αυστραλία. Η άφιξή του στο λιμάνι του Σίδνεϊ, περίπου έναν μήνα αργότερα, σηματοδότησε και το τέλος εποχής για την υπερωκεάνια επιβατηγό ναυτιλία της Γηραιάς Ηπείρου προς την Ωκεανία, αφού το πλοίο της Chandris Lines ήταν το τελευταίο πλοίο που εξυπηρέτησε τη γραμμή Αυστραλίας-Ευρώπης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, μέχρι εκείνο το χρονικό σημείο, το «Αυστραλίς» είχε μεταφέρει περισσότερους από 280.000 επιβάτες από την έναρξη της λειτουργίας του υπό τη διαχείριση της Chandris Lines.
Μπορείτε να διαβάσετε το αφιέρωμα των Ναυτικών Χρονικών στο «Αυστραλίς» εδώ.
ΝΧ
Συντακτική ομάδα Ναυτικών Χρονικών
Έντονες αντιδράσεις από κρατικά μέσα ενημέρωσης της Κίνας έχει προκαλέσει η πρόσφατη απόφαση της CK Hutchison Holdings να πουλήσει το πλειοψηφικό μερίδιό της στα…
Το ελληνικό τάνκερ «MV Sounion», που χτυπήθηκε από τους αντάρτες Χούθι της Υεμένης τον περασμένο Αύγουστο, ρυμουλκήθηκε επιτυχώς μέσω της Διώρυγας του Σουέζ. Η…
Στις 13 Μαρτίου 2025 έφυγε από τη ζωή ο Αντιναύαρχος Ιωάννης Καλογερόπουλος Π.Ν. (1964 – 2025), διευθυντής και κυβερνήτης του Πλωτού Ναυτικού Μουσείου «Θ/Κ…
Σε πολύ καλό κλίμα συνεργασίας πραγματοποιήθηκε συνάντηση στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς, μεταξύ του Προέδρου κ. Βασίλη Κορκίδη, της Εμπορικής Διεύθυνσης του Σταθμού…
Ανοδικό είναι το momentum στη ναυλαγορά των gas carriers, ειδικά για τα μεγάλα μεγέθη. Ειδικότερα, βάσει πρόσφατης έκθεσης της ναυλομεσιτικής Fearnleys, οι ναύλοι των VLGCs μεταφορικής ικανότητας 84.000 κ.μ. σημείωσαν…
Ο Μαρκ Κάρνεϊ ορκίστηκε σήμερα νέος πρωθυπουργός του Καναδά και ανακοίνωσε αμέσως ότι θα επιδιώξει να συνεργαστεί με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ ο…
Η ψηφιακή μεταρρύθμιση του ελληνικού νηολογίου συνεχίζεται, με νέες λειτουργίες να εντάσσονται στο niologio.gov.gr, απλοποιώντας περαιτέρω τις διαδικασίες και μειώνοντας τη γραφειοκρατία. Η πλατφόρμα,…
Η διάσπαση της αμμωνίας (Ammonia Cracking) αποτελεί μια διαδικασία παραγωγής καθαρού υδρογόνου, απαλλαγμένου από εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα (CO₂). Μία από τις πλέον υποσχόμενες…
Ναυτικά Χρονικά | Gratia Publications
Λεωφόρος Συγγρού 132, ΤΚ 11745, Αθήνα
Τ: +30 2109222501
E: info@gratia.gr
Ιδιοκτησία: Gratia Εκδοτική ΙΚΕ